προκατασύραντες

προκατασύραντες
προκατασύ̱ραντες , πρό-κατασύρω
draw
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προκατασύρω — Α 1. σύρω καταγής προηγουμένως 2. διαρπάζω, ερημώνω προηγουμένως («προκατασύραντες τὴν χώραν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασύρω «σέρνω στο έδαφος, λεηλατώ, αφανίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”